- ιερολογώ
- (ε) μετ. благословлять (о священнике);
ιερολογώ γάμον — венчать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιερολογώ γάμον — венчать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιερολογώ — ιερολογώ, ιερολόγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ιερολογώ — (ΑΜ ἱερολογῶ, έω, Α ιων. τ. ἱρολογῶ) [ιερολόγος] 1. συζητώ θρησκευτικά θέματα, θεολογώ 2. (για ιερείς) ευλογώ, τελώ ιερολογία … Dictionary of Greek
ιερολογώ — ιερολόγησα 1. ασχολούμαι με τα πράγματα της θρησκείας. 2. τελώ ως ιερέας το μυστήριο του γάμου, ευλογώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
συνιερολογώ — έω, Μ μετέχω σε ιερολογία, τελώ μαζί με άλλους την ίδια ιεροπραξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἱερολογῶ «ευλογώ, τελώ ιεροπραξία»] … Dictionary of Greek